Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπ' ἴσα

См. также в других словарях:

  • ἴσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσᾳ — ἴσαι , ἴσος equal fem nom/voc pl ἴσᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσα — και ίσια επίρρ. βλ. ίσος …   Dictionary of Greek

  • ίσα — επίρρ. τροπ., βλ. ίσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἵσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλή Μπεν Ισά — (αρχές 9ου αι.).Άραβας αστρονόμος από τη Μεσοποταμία. Έζησε την εποχήτου χαλίφη Α. Μαμούν. Πραγματοποίησε μαζί με τους συναδέλφους του Καλίντ Μπεν Αμπντουλμελέκ και Αμπούλ Ταΐντ, μελέτες για τον προσδιορισμό της λοξώσεως της εκλειπτικής (για την… …   Dictionary of Greek

  • ἴσας — ἴσᾱς , ἴσος equal fem acc pl ἴσᾱς , ἴσος equal fem gen sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱς , ἴσος equal fem acc pl (epic) ἴ̱σᾱς , ἴσος equal fem gen sg (epic doric aeolic) ἴσᾱς , οἶδα see pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσασι — ἴσᾱσι , οἶδα see perf ind act 3rd pl ἴσᾱσι , οἶδα see pres ind act 3rd pl (doric) ἴσᾱσι , οἶδα see pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσασιν — ἴσᾱσιν , οἶδα see perf ind act 3rd pl ἴσᾱσιν , οἶδα see pres ind act 3rd pl (doric) ἴσᾱσιν , οἶδα see pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απογευματίζω — ισα, και απογιοματίζω ισα, τελειώνω το φαγητό μου: Είχαμε απογιοματίσει όταν ήρθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»